- λουκάνικο
- saucisse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λουκάνικο — το (Α λουκανικόν, Μ λουκάνικον) είδος αλλαντικού με επίμηκες ή πεταλοειδές σχήμα, το οποίο περιέχει ψιλοκομμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα νεοελλ. παροιμ. «πέρασε ο καιρός που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» πέρασε η εποχή τής αφθονίας, τής… … Dictionary of Greek
λουκάνικο — το (λ. λατ.), είδος αλλαντικού από μείγμα αλεσμένου κρέατος με καρυκεύματα, με το οποίο γεμίζουν έντερα ζώων: Ψήσαμε χωριάτικα λουκάνικα στη σχάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίμαρκυς — μίμαρκυς, άρκυος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Loukaniko — (λουκάνικο) or locanico is simply the normal Greek word for pork sausage, usually somewhat dried.There is a variety of sausages in Greek cooking, but perhaps the best known is flavored with fennel seeds and orange peel, sometimes smoked; another… … Wikipedia
Lukaniko — Loukaniko lemonato. Lukaniko o loukaniko (λουκάνικο) es el nombre griego para la salchicha de cerdo, habitualmente algo seca. En la cocina griega existen diferentes tipos de salchicha, pero quizá la más conocida se la aromatizada con semillas de… … Wikipedia Español
αλλάντιον — ἀλλάντιον (Α) λουκάνικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἀλλᾶς*] … Dictionary of Greek
αλλάς — ἀλλᾶς ( ᾶντος), ο (Α) 1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι 2. πληθ. οι αλλάντες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε… … Dictionary of Greek
λουκανίτικος — λουκανίτικος, η, ον (Μ) παρασκευασμένος από λουκάνικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λουκάνικον] … Dictionary of Greek
ορυαίον — ὀρυαῑον, τὸ (Α) [ορύα (Ι)] λουκάνικο … Dictionary of Greek
ορύα — ὀρύα και, κατά τον Ησύχ., ὀρούα, ἡ (Α) 1. λουκάνικο 2. ως κύριο όν. Ὀρύα τίτλος έργου τού Επιχάρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με λατ. arvīna «λίπος» (πρβλ. ἀρβέννη κρέας Σικελοι) θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολη] … Dictionary of Greek